κρυάδα — η 1. το αίσθημα του κρύου, η ψυχρότητα: Έρχεται μια κρυάδα από την ανοιχτή πόρτα. 2. ανατριχίλα, κρυάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πρὸς τὰ σάκκια μερίζει ὁ θεὸς τὴν κρυάδα. — См. Бог по силе крест налагает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
бог по силе крест налагает — После стрижки Господь на овец теплом пахнёт Ср. Gott verteilt nach den Kleidern die Kälte. Ср. A Brebis tondu Dieu mesure le vent. Ср. Dio manda il freddo seconde i panni. Giusti. 72 (Toscan.). Ср. Προς τα σάχχια μερίζει ό θεος την κρυάδα. По… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Бог по силе крест налагает — Богъ по силѣ крестъ налагаетъ. Послѣ стрижки Господь на овецъ тепломъ пахнѐтъ. Ср. Gott verteilt nach den Kleidern die Kälte. Ср. A Brebis tondu Dieu mesure le vent. Ср. Dio manda il freddo secondo i panni. Giusti. 72 (Toscan.). Ср. Πρὸς τὰ… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κρυαδερός — ή, ό ψυχρός, υπόψυχρος, κρύος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυάδα + κατάλ. ερός (πρβλ. λιακαδ ερός, σκιαδ ερός)] … Dictionary of Greek
ψυχρολογία — ἡ, ΜΑ [ψυχρολόγος] ψυχρός λόγος, κρυάδα … Dictionary of Greek
ρίγος — το ους 1. τρεμούλιασμα του σώματος εξαιτίας κρύου, κρυάδα, σύγκρυο: Από το πολύ κρύο τον έπιασε ρίγος. 2. το πρώτο στάδιο σε μερικές αρρώστιες (ελονοσία κτλ.): Του ρθε πάλι ρίγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρικίαση — η ρίγος που οφείλεται σε αίτια φυσικά (ψύχος) ή ψυχικά (φόβος, χαρά, συγκίνηση) ή σε παθολογικές καταστάσεις (πυρετός), κρυάδα, ανατριχίλα, σύγκρυο, τουρτούρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχρότητα — η 1. η ιδιότητα του ψυχρού, η κρυάδα. 2. έλλειψη ενθουσιασμού, απάθεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)